ιππηγέτης

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

ἱππηγέτης, ὁ (Α)
(για τον Ποσειδώνα) αυτός που οδηγεί ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + ἡγέτης (< ήγοῦμαι)].