ιπποκομώ
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek Monolingual
ἱπποκομῶ, -έω (Α) ιπποκόμος
1. τρέφω, περιποιούμαι ίππους
2. περιποιούμαι κάποιον ως ιπποκόμος («ἱπποκομῶ τὸν κάνθαρον» — περιποιούμαι το σκαθάρι ως ιπποκόμος, Αριστοφ.).