σκαθάρι

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

Greek Monolingual

το, και σκάθαρος, ο, Ν
1. κοινή ονομασία εντόμων
2. κοινή ονομασία του περκόμορφου ψαριού Spondyliosoma cantharus που αφθονεί στις ελληνικές θάλασσες και συγγενεύει με τον σπάρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κανθάριον / κάνθαρος, με προθετικό σ- (πρβλ. κόνις: σκόνη, πυργίτης: σπουργίτης)].