ιππόκροτος

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816

Greek Monolingual

ἱππόκροτος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί από τον κρότο τών πατημάτων τών ίππων («ἱππόκροτος ὁδός», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κρότος (< κρότος), πρβλ. κωδωνόκροτος, ποσσίκροτος].