ισορροπώ
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰσορροπῶ, -έω) ισόρροπος
1. έχω ισορροπία
2. εξουδετερώνω αντίθετες δυνάμεις, αντισταθμίζω
νεοελλ.
(η μετχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ισορροπημένος, -η, -ο
αυτός που έχει διανοητική ισορροπία, λογικός, μετρημένος.