ισχιορρώξ

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source

Greek Monolingual

ἰσχιορρώξ, ὁ (Μ)
(ενν. στίχος) ισχιορρωγικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + ρώξ «ρωγμή» (< ρήγνυμι) με διπλασιασμό του αρκτικού ρ- εν συνθέσει λόγω του προηγουμένου βραχέος φωνήεντος].