ισχιορρώξ
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek Monolingual
ἰσχιορρώξ, ὁ (Μ)
(ενν. στίχος) ισχιορρωγικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + ρώξ «ρωγμή» (< ρήγνυμι) με διπλασιασμό του αρκτικού ρ- εν συνθέσει λόγω του προηγουμένου βραχέος φωνήεντος].