ισχιορρώξ

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

ἰσχιορρώξ, ὁ (Μ)
(ενν. στίχος) ισχιορρωγικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + ρώξ «ρωγμή» (< ρήγνυμι) με διπλασιασμό του αρκτικού ρ- εν συνθέσει λόγω του προηγουμένου βραχέος φωνήεντος].