κάτθανον
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
French (Bailly abrégé)
v. καταθνῄσκω.
Greek Monotonic
κάτθᾰνον: Επικ. αντί κατ-έθανον, αόρ. βʹ του καταθνῄσκω.
Russian (Dvoretsky)
κάτθανον: aor. к καταθνῄσκω.