κάτθανον

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

French (Bailly abrégé)

v. καταθνῄσκω.

Greek Monotonic

κάτθᾰνον: Επικ. αντί κατ-έθανον, αόρ. βʹ του καταθνῄσκω.

Russian (Dvoretsky)

κάτθανον: aor. к καταθνῄσκω.