κέδριον

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

German (Pape)

[Seite 1411] τό, = κεδρέλαιον, Diosc. – Bei Ath. III, 84 d ist κεδρίον = κιτρίον; gehol. Nic. Al. 118 erkl. κεδρία durch ψήγματα τῆς κέδρου.

Greek (Liddell-Scott)

κέδριον: τό, = κεδρέλαιον, Λατ. cedrium, Βιτρούβ. 2. 9, Πλίν. 16. 21.

Greek Monolingual

κέδριον, τὸ (Α) κέδρος
δ. γρφ. του κέδρινον (βλ. κέδρινος).