κέχρηκα

From LSJ

ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → the tears of whores and public speakers are identical

Source

French (Bailly abrégé)

pf. de κίχρημι.

Russian (Dvoretsky)

κέχρηκα: pf. к χράω III.