καίατα

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source

German (Pape)

[Seite 1293] τά, nach Hesych. = ὀρύγματα, Erdschlund, s. καιάδας. Vgl. κύαρ.

Greek (Liddell-Scott)

καίατα: «ὀρύγματα. ἢ τὰ ὑπὸ σεισμῶν καταρραγέντα χωρία» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

καίατα, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὀρύγματα ἢ τὰ ὑπὸ σεισμῶν καταρραγέντα χωρία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. καιάδας.