καθαριστήριο
From LSJ
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
Greek Monolingual
το (AM καθαριστήριον) καθαρίζω
νεοελλ.
τόπος στον οποίο γίνεται καθαρισμός, εργαστήριο καθαρισμού («έδωσα τα ρούχα στο καθαριστήριο»)
μσν.
κούπα
αρχ.
τόπος για εξαγνισμό, για καθαρισμό, καθαρτήριο.