καθαριστήριον
From LSJ
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
τό, place for purifying, place for sifting, Harp. s.v. κεγχρεών.
German (Pape)
[Seite 1281] τό, Ort zum Reinigen, bes. der Metalle, Harpocr. v. κεγχρεών.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰθᾰριστήριον: τό, τόπος πρὸς καθαρισμόν, Ἀρποκρ. ἐν λ. κεγχρεών.
Greek Monolingual
το (AM καθαριστήριον) καθαρίζω
νεοελλ.
τόπος στον οποίο γίνεται καθαρισμός, εργαστήριο καθαρισμού («έδωσα τα ρούχα στο καθαριστήριο»)
μσν.
κούπα
αρχ.
τόπος για εξαγνισμό, για καθαρισμό, καθαρτήριο.