καθολικά

From LSJ

ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra

Source

Greek Monolingual

καθολικά)
επίρρ. βλ. καθολικός.
τα
βλ. καθολικός.