καθοράομαι

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source

French (Bailly abrégé)

Moy. καθοράομαι, καθορῶμαι = voir d'en haut, contempler : ἐπὶ αἶαν IL la terre.
Étymologie: κατά, ὁράω.