καλαμιώνας

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

ο (Μ καλαμιών) καλαμεών
έκταση ή τόπος γεμάτος από καλάμια
νεοελλ.
συστάδα από καλάμια.