καλαμώμαι
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
καλαμῶμαι, -άομαι (Α) καλάμη
1. μαζεύω τα στάχια που έμειναν στον αγρό μετά τον θερισμό, σταχυολογώ
2. συλλέγω, συγκεντρώνω καρπούς, κυρίως ελιές, σταφύλια
3. μτφ. συγκεντρώνω με κόπο όσα ευτελή απέμειναν («Ἀλέξανδρος ἐθέρισε τὴν Ἀσίαν, ἐγὼ δὲ (ο Αντίγονος) καλαμῶμαι», Πλούτ.).