καλοκάμωτος

From LSJ

ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν → physician, heal thyself | healer, heal thyself

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
καλοκαμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- (< επίρρ. καλά) + καμωτός (< κάμνω)].