καλονάρχης
From LSJ
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
Greek Monolingual
και καλονάρχος, ο
1. βοηθός ψάλτη, κανονάρχης
2. αυτός που υποβάλλει, που υπαγορεύει κάτι σε κάποιον.