καλονάρχης

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

και καλονάρχος, ο
1. βοηθός ψάλτη, κανονάρχης
2. αυτός που υποβάλλει, που υπαγορεύει κάτι σε κάποιον.