καλοπιάνω

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

καλοπιάνω)
1. φέρομαι καλά, κολακεύω κάποιον, τον πιάνω με το καλό
2. προσπαθώ με ωραία και παρήγορα λόγια να εξευμενίσω κάποιον
νεοελλ.
1. πιάνω κάτι καλά, γερά, στερεά
2. (κυρίως στον αόρ. σε αρνητ. πρότ.) φρ. «δεν το καλόπιασα αυτό που είπες» — δεν το κατάλαβα καλά, δεν συνέλαβα εντελώς το νόημά του, τί ακριβώς ήθελες να πεις.