προσπαθώ
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Greek Monolingual
προσπαθῶ, -έω, ΝΜΑ προσπαθής
1. εντείνω συγχρόνως τις σωματικές και τις πνευματικές μου δυνάμεις για την επίτευξη ενός σκοπού
2. δοκιμάζω, αποπειρώμαι («προσπάθησε να μέ κοροϊδέψει»)
μσν.-αρχ.
υφίσταμαι την επίδραση από την επαφή με κάτι, γίνομαι ευαίσθητος σε κάτι («προσπαθεῖν τῇ ὕλῃ», Δαμάσκ. Αρχ.)
αρχ.
αισθάνομαι αγάπη γεμάτη πάθος για κάποιον ή κάτι ή νιώθω σφοδρή συμπάθεια για κάποιον ή για κάτι.