καλοχάραγος

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

και καλοχάραχτος, -η, -ο (Μ καλοχάραγος, -ον)
(για πρόσ.) αυτός που έχει ωραία χαρακτηριστικά, όμορφος
νεοελλ.
αυτός που έχει χαραχθεί καλά, καλοχαραγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- (< επίρρ. καλά) + χαράσσω.