καλόπιασμα
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek Monolingual
το καλοπιάνω
1. περιποιητική συμπεριφορά, γλυκομίλημα, καλομεταχείριση, θωπεία
2. η προσπάθεια εξιλεώσεως, εξευμενισμού με θωπευτικά, παρηγορητικά λόγια.