καμίνευση

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source

Greek Monolingual

η καμινεύω
η κατεργασία μεταλλευμάτων ή άλλων υλικών σε κάμινο, το καμίνευμα.