καμακιά

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

η (Μ καμακιά) καμάκι
χτύπημα με καμάκι
νεοελλ.
το αποτέλεσμα της προσπάθειας νεαρού ερωτύλου να προσελκύσει μια γυναίκασήμερα είχε [ή έκανε] μια καλή καμακιά».