καμακιά

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

η (Μ καμακιά) καμάκι
χτύπημα με καμάκι
νεοελλ.
το αποτέλεσμα της προσπάθειας νεαρού ερωτύλου να προσελκύσει μια γυναίκασήμερα είχε [ή έκανε] μια καλή καμακιά».