εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
ο θηλ. καμαριέρα
υπηρέτης σπιτιού ή ξενοδοχείου που έχει την επιμέλεια τών δωματίων, και κυρίως τών υπνοδωματίων, θαλαμηπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. camariere < λατ. camara «αψίδα, θόλος»].