Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καμαριέρης

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

Greek Monolingual

ο θηλ. καμαριέρα
υπηρέτης σπιτιού ή ξενοδοχείου που έχει την επιμέλεια τών δωματίων, και κυρίως τών υπνοδωματίων, θαλαμηπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. camariere < λατ. camara «αψίδα, θόλος»].