ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
ο θηλ. καμαριέρα
υπηρέτης σπιτιού ή ξενοδοχείου που έχει την επιμέλεια τών δωματίων, και κυρίως τών υπνοδωματίων, θαλαμηπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. camariere < λατ. camara «αψίδα, θόλος»].