καμιτσίκι

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

Greek Monolingual

καμουτσί και καμουτσίκι, καμιτσίκι ή καμτσίκι, το, μαστίγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kamci].