καντάρι

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375

Greek Monolingual

το (Μ καντάρι και κάνταρο)
μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες
νεοελλ.
1. είδος ζυγαριάς
2. φρ. «τον έφαγε στο καντάρι» — τον εξαπάτησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cantaro ή τουρκ. kantar < κεντηνάριον «μονάδα βάρους 100 λίτρων» (< λατ. centenarium < centum «εκατό»)].