Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρπικός

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458

Greek Monolingual

–ή, -ο
1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καρπό του χεριού («καρπικά οστά»)
2. (ουδ. πληθ. ως ουσ. με περιλπτ. σημ.) τα καρπικά
καρποί που διατηρούνται για αρκετό χρόνο φυλαγμένοι ή κρεμασμένοι στα σπίτια, όπως κυδώνια, πεπόνια κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. η λ. προέρχεται από τον τ. καρπός (II) και μαρτυρείται στον Α. Μαυροκορδάτο από το 1836, ενώ με τη δεύτερη σημ. από τον τ. καρπός (Ι)].