κατάστενος

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. πάρα πολύ στενός
2. το ουδ. ως ουσ. το κατάστενο
α) το στενοπόρι, το στενό
β) (ως τοπων.) το στενότερο μέρος του Βοσπόρου.