κατάστενος

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

-η, -ο
1. πάρα πολύ στενός
2. το ουδ. ως ουσ. το κατάστενο
α) το στενοπόρι, το στενό
β) (ως τοπων.) το στενότερο μέρος του Βοσπόρου.