κατακολυμβώ

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

κατακολυμβῶ, -άω (Α)
κολυμπώ προς το βάθος, καταδύομαι («κατακολυμβῶσιν οἱ σπογγεῖς», Αριστ.).