φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
καταλωφῶ, -άω και ποιητ. και ιων. τ. -έω (Α)
1. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι από κάτι
2. απαλλάσσω κάποιον από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λωφῶ «αναπαύομαι»].