Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
καταλωφῶ, -άω και ποιητ. και ιων. τ. -έω (Α)
1. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι από κάτι
2. απαλλάσσω κάποιον από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λωφῶ «αναπαύομαι»].