καταψυχή

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

καταψυχή, ἡ (Α)
ψυχρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ-ε-ψύχ-ην, παθ. αόρ. β' του καταψύχω.