Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
καταψυχή, ἡ (Α)ψυχρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ-ε-ψύχ-ην, παθ. αόρ. β' του καταψύχω.