καταψυχή

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

Greek Monolingual

καταψυχή, ἡ (Α)
ψυχρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ-ε-ψύχ-ην, παθ. αόρ. β' του καταψύχω.