κεδρόμηλο
From LSJ
Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue
Greek Monolingual
το (Α κεδρόμηλον)
νεοελλ.
ονομασία του καρπού τών ειδών του γιουνίπερου
αρχ.
κίτριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + μῆλον.
Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue
το (Α κεδρόμηλον)
νεοελλ.
ονομασία του καρπού τών ειδών του γιουνίπερου
αρχ.
κίτριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + μῆλον.