κεφαλαιοκρατία

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Greek Monolingual

η
(κοινωνιολ.-οικον.)
1. το οικονομικό και κοινωνικο ουστημα του καπιταλισμού
2. το σύνολο τών κεφαλαιούχων.