κεφαλαιοκρατία

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

η
(κοινωνιολ.-οικον.)
1. το οικονομικό και κοινωνικο ουστημα του καπιταλισμού
2. το σύνολο τών κεφαλαιούχων.