κεφαλαιωδῶς
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
French (Bailly abrégé)
adv.
sommairement.
Étymologie: κεφαλαιώδης.
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλαιωδῶς: в основных чертах (συντόμως καὶ κ.; βραχὺ καὶ κ. Polyb.).