κεχρημένως
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Greek Monolingual
κεχρημένως (Α)
επίρρ. ενδεώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεχρημένος (μτχ. του παρακμ. [με σημ. ενεστ.] κέχρημαι «έχω ανάγκη από κάτι» του χρῶμαι)].