ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
η (Μ κιτρινάδα) κίτρινοςίκτερος, χρυσήνεοελλ.1. το χρώμα του κίτρου2. η ωχρότητα.