κιτρινάδα

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

η (Μ κιτρινάδα) κίτρινος
ίκτερος, χρυσή
νεοελλ.
1. το χρώμα του κίτρου
2. η ωχρότητα.