ωχρότητα
From LSJ
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
Greek Monolingual
η / ὠχρότης, -ητος, ΝΜΑ ὠχρός
η ιδιότητα του ωχρού, χλομάδα, κιτρινάδα («κεχρωμένον ὠχρότητι», Γαλ.)
νεοελλ.
αποχρωματισμός, ξεθώριασμα.