ωχρότητα

From LSJ

ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood

Source

Greek Monolingual

η / ὠχρότης, -ητος, ΝΜΑ ὠχρός
η ιδιότητα του ωχρού, χλομάδα, κιτρινάδα («κεχρωμένον ὠχρότητι», Γαλ.)
νεοελλ.
αποχρωματισμός, ξεθώριασμα.