κιχήμεναι

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de κιχάνω.

Russian (Dvoretsky)

κῐχήμεναι: эп. inf. к κιχάνω.