κλαδικός

From LSJ

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448

Greek Monolingual

-ή, -ό κλάδος (Ι)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλάδο εργαζομένων ή στην υποδιαίρεση ενός συνόλου (α. «κλαδικά αιτήματα» β. «κλαδική οργάνωση»).