οργάνωση

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀργάνωσις) οργανώ
συγκρότηση συνόλου ώστε να λειτουργεί κανονικά, διοργάνωση, διευθέτηση
νεοελλ.
οργανωμένο σύνολο που έχει τις δικές του λειτουργίες και όργανα προσαρμοσμένα σε μακροπρόθεσμους σκοπούς, σύνδεσμος, εταιρεία, σωματείο.