κλεψιλογώ
From LSJ
Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich
Greek Monolingual
κλεψιλογῶ, -έω (Α) κλεψίλογος
χρησιμοποιώ ή ιδιοποιούμαι λέξεις ή φράσεις άλλων, λογοκλοπώ.